- αμερσα
- ἄμερσα(эп. ᾰμ, дор. ᾱμ) aor. к ἀμέρδω См. αμερδω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἄμερσα — ἄ̱μερσα , ἀμέρδω deprive aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἀμέρδω deprive aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέρσας — ἀμέρσᾱς , ἀμέρδω deprive aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείρω — ἀμείρω (Α) στερώ, αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)] … Dictionary of Greek